μοχθηροδίαιτον

μοχθηροδίαιτον
μοχθηροδίαιτον, τὸ (Μ)
κακή διατροφή, κακή δίαιτα, κακός τρόπος ζωής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. ενός αμάρτυρου *μοχθηροδίαιτος (< μοχθηρός + δίαιτα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”